- παραθέσιμος
- παρα-θέσιμος, ον, (cf. sq. III)A that which is deposited, stored, PSI5.463.13 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραθέσιμος — ον, Α [παράθεσις] αποθηκευμένος … Dictionary of Greek